Τρίτη 14 Ιουνίου 2016

Η ΑΡΧΗ

Τις προάλλες είδα διάφορα αδέλφια στην ηλικία μου να φοράνε ένα t – shirt που έλεγε «τα χρόνια πέρασαν δεν βρίσκω γιατρειά».

 Θυμηθήκαμε λοιπόν κατά την επιστροφή από την Πάτρα τις παλιές ιστορίες του οπαδικού κινήματος του Θεού στην Αθήνα.

 Με τις προτροπές των αδελφών και φίλων μου είπαμε να τις καταγράψουμε εδώ ώστε να μείνει κάτι από εκείνη την πιο ρομαντική εποχή που σημαδεύτηκε ανεξίτηλα από την δημιουργία και πέρασμα στην σφαίρα του μύθου του αυτοκράτορα του Ελληνικού Μπάσκετ.

 Πρώτα από όλα να πω ότι η εποχή εκείνη ήταν τελείως διαφορετική σε ότι αφορά τους οπαδούς από ότι σήμερα.

 Υπήρχε στους αντίπαλους οπαδούς μεγαλύτερη μπέσα και φιλότιμο.

 Η οργάνωση με τα μέσα της εποχής (ούτε κινητά, ούτε facebook) ήταν διαφορετική σαφώς πιο δύσκολη, και τότε για να στήσεις εξέδρα εκτός έδρας έπρεπε να ματώσεις, καθώς οι οργανωμένες εκδρομές ήταν σπάνιες και η παρουσία αστυνομίας ελλιπής.

 Θέλω επίσης να τονίσω ότι τόσο προσωπικά όσο και τα περισσότερα αδέλφια της εποχής δεν επιθυμούσαμε την βία και τις φασαρίες και όσες ιστορίες γράψουμε αυτό το διάστημα που θα έχουν περιστατικά τέτοια, δεν αποτελούν προώθηση πρακτικών βίας αλλά απλά γεγονότα που συνέβησαν από την κακή μας τύχη.

 Τέλος θέλω να πω ότι τα χρόνια έχουν περάσει και πολλά αδέλφια δεν τα θυμάμαι ούτε σαν ονόματα, ούτε σαν πρόσωπα. 

Αλλά και για όσους αδελφούς θυμάμαι δεν θα αναφέρω τα ονόματά τους – θα χρησιμοποιώ αρχικά ή ψευδώνυμα - καθώς ορισμένοι από αυτούς δεν είναι πλέον μαζί μας.

 Ξεκινάμε με την πρώτη μου σοβαρή οπαδική εμπειρία, που συνέβη την άνοιξη του 1983.

 Μία από τις πιο όμορφες στιγμές μας ήταν όταν σηκώσαμε στον Πανελλήνιο το πρωτάθλημα στο μπάσκετ.

 Τότε δεν είχε play off κτλ και ακριβώς πίσω μας ήταν ο βαζέλας και αν δεν κερδίζαμε τον Πανελλήνιο θα ήταν αυτός πρωταθλητής.

 Τότε δεν είχαμε σύνδεσμο (στα σπάργανα ήταν ο νέος σύνδεσμος), και ήταν η εποχή που δεν ήμασταν σοβαρά οργανωμένοι.
 Εγώ ο Πάρης, ο Μάριος και ο Γ.Γ. ξεκινάμε στα τυφλά να πάμε στον Πανελλήνιο που η περιοχή τότε έβριθε από βάζελους. 

Με άγνοια κινδύνου είχα φτιάξει και μία κίτρινη σημαία, η οποία είχε κοντάρι ξύλινο και δεν κρυβόταν με τίποτα.

 Περνάμε σχεδόν 500 μέτρα από το γήπεδο πεζοί από διάφορους που απλά μας κοιτούσαν και έξω από το γήπεδο μας περιμένει ωραία έκπληξη καθώς τα αδέλφια από τον βορρά αλλά και άλλοι από τον νότο 2 ώρες πριν αρχίσει το ματς είχαν μαζευτεί. (πάνω από 300 πρέπει να ήμασταν). 

Μπαίνουμε στο γήπεδο και παίρνουμε το πρωτάθλημα άνετα ενώ στις εξέδρες γινόταν πανζουρλισμός. 

Μέσα ήταν πολλοί βάζελοι που όλο μας τσιγκλούσαν αλλά και εμείς δεν πηγαίναμε πίσω.

 Τότε ήταν ένα σύνθημα «ανοίχτε την πύλη γαμ…ται το τριφύλλι» και όλο αυτό φωνάζαμε.

 Μετά τα πανηγύρια φεύγουμε από το κλειστό και καμιά δεκαριά κατηφορίζουμε προς Πατησίων και πάλι με άγνοια κινδύνου μέσα στην καλή χαρά.

 Σε ένα τοίχο του στίβου του Πανελληνίου όπως κατεβαίναμε, έχουν στριμώξει οι βάζελοι έναν δικό μας χωρίς ακόμα να τον έχουν πειράξει. 

 Μετά μάθαμε ότι αυτός ο αδελφός, είχε και άλλες παρτίδες με αυτούς που τον είχαν στριμώξει, με ναρκωτικά. 

Εγώ κρατάω την σημαία, και είναι ο Πάρης δίπλα μου και άλλα παιδιά, πιο πολύ θυμάμαι τον Γ.Γ. που μέχρι τα 12 ήταν γαύρος και έτσι κι αλλιώς τους είχε άχτι τους βάζελους. 

Φεύγουν κάποιοι τρέχοντας να ειδοποιήσουν όσους από τους δικούς μας ήταν στο γήπεδο ακόμα, και πιάνει ο Γ.Γ. την σημαία μου με το ξύλινο κοντάρι και ορμάει μόνος του πάνω σε τουλάχιστον είκοσι άτομα. 

Τρεις – τέσσερις από εμάς όρμησαν και αυτοί.

 Εγώ μάσησα διότι δεν είχα βρεθεί πότε πριν σε φάση και δεν είχαμε ακόμα αναπτύξει το αίσθημα της αδελφικότητας.

 Τους δικούς μας τους τσάκισαν οι βάζελοι αν και ο Γ.Γ. πρόλαβε να τους κάνει ζημιά.

 Σκάνε μύτη και οι υπόλοιποι δικοί μας που είχαν μείνει το γήπεδο και παίρνουμε στο κυνήγι τους βάζελους που φαίνεται από τότε κονομήσανε το προσωνύμιο λαγοί διότι μόλις οι αριθμητικές αναλογίες άλλαξαν και χωρίς να έχουν φάει ούτε μία το έβαλαν στα πόδια. 

Έρχεται ο Γ.Γ. και μου δίνει την σημαία μου, και μου λέει αχχχχ το ευχαριστήθηκα.

 Τον κοιτάω και του λέω ρε μάπα έφαγες πολύ ξύλο. 

Μου λέει το θέμα δεν είναι πόσο έφαγα αλλά πόσο έριξα.

 Του λέω αν δεν ερχόντουσαν τα άλλα αδέλφια τι θα κάνατε;

 Μου λέει θα ορμάγατε εσείς άμα βλέπατε ότι μας πατάνε. (και είχε δίκιο καθώς έτσι συνέβη μετά από καιρό στην Νέα Σμύρνη). 

Αυτό ήταν για εμένα το βάπτισμα του πυρός και η αρχή της οπαδικής μου πορείας που συνεχίστηκε για χρόνια σχεδόν σε όλα τα παιχνίδια του Θεού στην Αθήνα.

 Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΑΡΕΙΑΝΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ